σπείρημα

σπείρημα
τὸ, Α
βλ. σπείραμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπείρημα — σπείραμα coil neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”